- ἐπενθύμημα
- ἐπενθύ̱μημα , ἐπενθύμημαadded enthymemeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επενθύμημα — ἐπενθύμημα, το (AM) πρόσθετο ενθύμημα, συλλογισμός για υποστήριξη ενός ισχυρισμού … Dictionary of Greek
ἐπενθυμημάτων — ἐπενθῡμημάτων , ἐπενθύμημα added enthymeme neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενθυμήμασι — ἐπενθῡμήμασι , ἐπενθύμημα added enthymeme neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενθυμήματα — ἐπενθῡμήματα , ἐπενθύμημα added enthymeme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενθυμήματος — ἐπενθῡμήματος , ἐπενθύμημα added enthymeme neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)